φοίτης

Revision as of 14:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A = κῆρυξ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φοίτης: -ου, ὁ, «ὁ κήρυξ, παρὰ τὸ φοιτᾶν πανταχοῦ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ κῆρυξ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -φοίτης (πρβλ. οὐρανο-φοίτης)].