ψευδοκλητήρ
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A one who falsely subscribes his name as witness to a summons, Theopomp.Hist.267.
German (Pape)
[Seite 1394] ὁ, falscher Zeuge bei der Unterschrist einer Klage, Ath. VI, 254 b, neben ψευδομάρτυρες u. συκοφάνται.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοκλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, μετὰ διάφ. γραφ. -κλήτωρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
άτομο που υπογράφει ψευδώς ότι ως κλητήρ κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλητήρ (< καλῶ)].