ψευδοκλητήρ

From LSJ
Revision as of 12:35, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδοκλητήρ Medium diacritics: ψευδοκλητήρ Low diacritics: ψευδοκλητήρ Capitals: ΨΕΥΔΟΚΛΗΤΗΡ
Transliteration A: pseudoklētḗr Transliteration B: pseudoklētēr Transliteration C: psevdoklitir Beta Code: yeudoklhth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A one who falsely subscribes his name as witness to a summons, Theopomp.Hist.267.

German (Pape)

[Seite 1394] ὁ, falscher Zeuge bei der Unterschrist einer Klage, Ath. VI, 254 b, neben ψευδομάρτυρες u. συκοφάνται.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδοκλητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ψευδῶς ἐπιγράφων τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα εἰς κλῆσίν τινος, Θεοπόμπ. Ἱστορ. 297, μετὰ διάφ. γραφ. -κλήτωρ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 318.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
άτομο που υπογράφει ψευδώς ότι ως κλητήρ κάλεσε εναγόμενο να προσέλθει σε δικάσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κλητήρ (< καλῶ)].