βαρουλκός

From LSJ
Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρουλκός Medium diacritics: βαρουλκός Low diacritics: βαρουλκός Capitals: ΒΑΡΟΥΛΚΟΣ
Transliteration A: baroulkós Transliteration B: baroulkos Transliteration C: varoulkos Beta Code: baroulko/s

English (LSJ)

(sc. μηχανή), ἡ, A lifting-screw, invented by Archimedes, Papp.1060, al., prob. in Vitr.10.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

βαρουλκός: (ἐνν. μηχανή), ἡ, μηχανὴ πρὸς τὸ ἕλκειν ἤ ἀνεγείρειν βάρη, ἐπινοηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀρχιμήδους, Ἥρων Μαθ.· - ὡσαύτως, βαρυολκός.

Greek Monolingual

βαρουλκός, η (Α)
(ενν. μηχανή) το βαρούλκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάρος + -ουλκός < ολκή ή ολκός < έλκω].