βαρυβρώς

From LSJ
Revision as of 09:34, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠβρώς Medium diacritics: βαρυβρώς Low diacritics: βαρυβρώς Capitals: ΒΑΡΥΒΡΩΣ
Transliteration A: barybrṓs Transliteration B: barybrōs Transliteration C: varyvros Beta Code: barubrw/s

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. βρῶτος, A gnawing, corroding, στόνος S.Ph.695(lyr.).

German (Pape)

[Seite 433] στόνος, stark fressend, heftig quälend, Soph. Phil. 688.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυβρώς: ὁ, ἡ, κατατρώγων, φθείρων, στόνος Σοφ. Φ, 695.

French (Bailly abrégé)

ῶτος (ἡ, ὁ)
qui dévore cruellement.
Étymologie: βαρύς, βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

(βᾰρυβρώς) -ῶτος adj. gravemente devorador στόνος S.Ph.695.

Greek Monolingual

βαρυβρώς (-ῶτος), ο, η (Α)
φρ. «βαρυβρὼς στόνος» — στεναγμός που κατατρώει τον άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -βρως < βιβρώσκω «τρώω» (πρβλ. αλιβρώς, ημιβρώς κ.ά.)].

Greek Monotonic

βᾰρῠβρώς: ὁ, ἡ (βι-βρώσκω), αυτός που κατατρώγει, φθείρει, διαβρώνει, οξειδώνει, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

βαρυβρώς: ῶτος adj. вызываемый гложущей болью (στόνος Soph.).

Middle Liddell

βιβρώσκω
gnawing, corroding, Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρυβρώς -ῶτος βαρύς, βιβρώσκω zwaar vretend, knagend:. στόνος gesteun Soph. Ph. 695.