διατέρπομαι
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
English (LSJ)
A take one's pleasure with, γυναικί App.Mith.27.
Spanish (DGE)
divertirse con, gozar de c. dat. γυναικί App.Mith.27.
Greek Monolingual
διατέρπομαι (Α)
έχω ευχάριστες σχέσεις με κάποιον.