δικαστηριακός

From LSJ
Revision as of 18:14, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαστηριακός Medium diacritics: δικαστηριακός Low diacritics: δικαστηριακός Capitals: ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: dikastēriakós Transliteration B: dikastēriakos Transliteration C: dikastiriakos Beta Code: dikasthriako/s

English (LSJ)

ή, όν, A connected with law-courts, Phld.Rh.1.212S.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relacionado con los tribunales τὸ δικανικόν Phld.Rh.1.212.

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δικαστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].