θηρίωσις

From LSJ
Revision as of 09:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρῐωσις Medium diacritics: θηρίωσις Low diacritics: θηρίωσις Capitals: ΘΗΡΙΩΣΙΣ
Transliteration A: thēríōsis Transliteration B: thēriōsis Transliteration C: thiriosis Beta Code: qhri/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A turning into a beast, Luc. Salt.48.

German (Pape)

[Seite 1210] ἡ, Verwandlung in ein Thier, Luc. salt. 48.

Greek (Liddell-Scott)

θηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς θηρίον μεταβολή, Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
métamorphose en bête sauvage.
Étymologie: θηρίον.

Greek Monolingual

θηρίωσις, ἡ (Α) θηριώ
μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο.

Greek Monotonic

θηρίωσις: -εως, ἡ (θηριόω), η μετατροπή σε θηρίο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θηρίωσις: εως ἡ превращение в (дикое) животное Luc.

Middle Liddell

θηρίωσις, εως θηριόω
a turning into a beast, Luc.