καλαθοποιός
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
όν, A making baskets, A.D.Adv.189.7.
German (Pape)
[Seite 1306] korbmachend, Apoll. Dysc. in B. A. 602.
Greek Monolingual
ο
αυτός που κατασκευάζει καλάθια ή άλλα πλεκτά είδη από κλάδους ιτιάς ή λυγαριάς, ή από καλάμι ή χόρτο.