κατάπικρος

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπικρος Medium diacritics: κατάπικρος Low diacritics: κατάπικρος Capitals: ΚΑΤΑΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: katápikros Transliteration B: katapikros Transliteration C: katapikros Beta Code: kata/pikros

English (LSJ)

ον, A very bitter, τῇ ψυχῇ LXX 2 Ki.17.8, cf. Sm.Jb.6.3; Χολή PLeid.X.62.

German (Pape)

[Seite 1369] sehr bitter, herb, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπικρος: -ον, λίαν πικρός, λόγοι κατάπικροι τῇ ψυχῇ Ἑβδ. (Ἰὼβ Ϛ', 3).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάπικρος, -ον)
(επιτ. τ. του πικρός) πολύ πικρός
αρχ.
μτφ. καταλυπημένος, καταπικραμένος.