καταγογγύζω

From LSJ
Revision as of 10:51, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγογγύζω Medium diacritics: καταγογγύζω Low diacritics: καταγογγύζω Capitals: ΚΑΤΑΓΟΓΓΥΖΩ
Transliteration A: katagongýzō Transliteration B: katagongyzō Transliteration C: katagoggyzo Beta Code: katagoggu/zw

English (LSJ)

A murmur against, τινος LXX 1 Ma.11.39.

German (Pape)

[Seite 1343] gegen Einen murren, Sp., wie Ios., τινός.

Greek (Liddell-Scott)

καταγογγύζω: γογγύζω ἐναντίον τινός, καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 39). ― Παθ., κατεγογγύσθη ὡς οἱ κλέπτοντες καὶ νοσφιζόμενοι Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 748C, κλ.

Greek Monolingual

καταγογγύζω (AM)
μουρμουρίζω με δυσφορία εναντίον κάποιου, επιπλήττω κάποιον («καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου», ΠΔ).