κατονομασία

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατονομᾰσία Medium diacritics: κατονομασία Low diacritics: κατονομασία Capitals: ΚΑΤΟΝΟΜΑΣΙΑ
Transliteration A: katonomasía Transliteration B: katonomasia Transliteration C: katonomasia Beta Code: katonomasi/a

English (LSJ)

ἡ, A name, denomination, Str.1.2.34 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1404] ἡ, Benennung, Strab. I, 42.

Greek (Liddell-Scott)

κατονομᾰσία: ἡ, ἡ διὰ τοῦ ὀνόματος διάκρισις, ἐπωνυμία Στράβ. 42.

Greek Monolingual

η (Α κατονομασία) κατονομάζω
αναφορά που γίνεται με δήλωση του ονόματος, το να αναφέρει κάποιος ονομαστικά κάποιον ή κάτι.