κιβωτοειδής

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

ἔστι δὲ τὸ ἓν καὶ τὸ ἁπλοῦν οὐ τὸ αὐτό → the one and the simple are not the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑβωτοειδής Medium diacritics: κιβωτοειδής Low diacritics: κιβωτοειδής Capitals: ΚΙΒΩΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kibōtoeidḗs Transliteration B: kibōtoeidēs Transliteration C: kivotoeidis Beta Code: kibwtoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like a chest, Hsch. s.v. θίβη.

German (Pape)

[Seite 1436] ές, kasten-, kistenähnlich, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κῑβωτοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κιβώτιον, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θίβη.

Greek Monolingual

κιβωτοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα κιβωτού, όμοιος με κιβώτιο ή κιβωτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιβωτός + -ειδής (< είδος)].