κλυδάττομαι
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
A = κλυδωνίζομαι, D.L.5.66.
German (Pape)
[Seite 1456] = κλυδάζομαι, D. L. 5, 66.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠδάττομαι: κλυδωνίζομαι, Διογ. Λ. 5. 66.
Greek Monolingual
κλυδάττομαι (Α)
κλυδωνίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του κλυδάζομαι.