λιθόκολλα

From LSJ
Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόκολλα Medium diacritics: λιθόκολλα Low diacritics: λιθόκολλα Capitals: ΛΙΘΟΚΟΛΛΑ
Transliteration A: lithókolla Transliteration B: lithokolla Transliteration C: lithokolla Beta Code: liqo/kolla

English (LSJ)

ἡ, A cement, Dsc. 5.145.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, Steinkitt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόκολλα: ἡ, μῖγμα μαρμάρου ἢ λίθου Παρίου καὶ ταυροκόλλης πρὸς συγκόλλησιν λίθων, Διοσκ. 5. 164.

Greek Monolingual

η (Α λιθόκολλα)
νεοελλ.
ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθων
αρχ.
μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων.