λιθασμός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, A stoning, Sch.A.Th.676.
German (Pape)
[Seite 44] ὁ, Steinigung, Schol. Soph. Ai. 245.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθασμός: ὁ, λιθοβολία, σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 676, Σοφ. Αἴ. 254.
Greek Monolingual
λιθασμός, ὁ (ΑM) λιθάζω
λιθοβολισμός, λιθοβόλημα.