λωβήτωρ
From LSJ
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = λωβητήρ, Opp.H.4.684, AP6.168 (Paul. Sil.), etc.: as fem., λωβήτορα κῆρα v.l. for λωβήμονα in Nic.Al.536.
Greek (Liddell-Scott)
λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 684, Ἀνθ. Π. 6. 168, κτλ.· μετ’ οὐδ., λωβήτορα κῆρα Νικ. Ἀλ. 536.
Greek Monolingual
λωβήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
λωβητήρ, βλαβερός, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγήτωρ, νικήτωρ)].
Greek Monotonic
λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λωβήτωρ: ορος ὁ Anth. = λωβητήρ.