μεγαλόσαρκος

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόσαρκος Medium diacritics: μεγαλόσαρκος Low diacritics: μεγαλόσαρκος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: megalósarkos Transliteration B: megalosarkos Transliteration C: megalosarkos Beta Code: megalo/sarkos

English (LSJ)

ον, A great of flesh, LXX Ez.16.26.

German (Pape)

[Seite 107] sehr fleischig, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλας σάρκας, πολύσαρκος, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. Ιϛʹ, 26).

Greek Monolingual

μεγαλόσαρκος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μεγάλες σάρκες
2. σαρκικός, αισθησιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σάρξ, σαρκός (πρβλ. λιπό-σαρκος)].