μεγαλόζωνος
English (LSJ)
ον, A gloss on λιπαρόζωνος, Sch.E.Ph.175.
German (Pape)
[Seite 106] mit großem Gürtel, Schol. Eur. Phoen. 175.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλόζωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην ζώνην, Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 175.
Greek Monolingual
μεγαλόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά μεγάλη ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ζώνη (πρβλ. καλλί-ζωνος)].