νεκυσσόος
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
English (LSJ)
ον, A rousing the dead to life, Nonn.D.44.204.
German (Pape)
[Seite 238] = νεκυοσσόος, Nonn. D. 44, 202, Περσεφόνεια.
Greek (Liddell-Scott)
νεκυσσόος: -ον, = νεκυοσσόος, Νόνν. Δ. 44. 202.
Greek Monolingual
νεκυσσόος και νεκυο(σ)σόος, -ον (Α)
αυτός που εγείρει, που ανακαλεί στη ζωή τους νεκρούς, που δίνει ζωή στους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + -σσόος (< σεύομαι «ξεσηκώνω, παρακινώ»), πρβλ. δημο-σσόος, κυνο-σσόος].