νεολεξία

From LSJ
Revision as of 13:30, 13 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεολεξία Medium diacritics: νεολεξία Low diacritics: νεολεξία Capitals: ΝΕΟΛΕΞΙΑ
Transliteration A: neolexía Transliteration B: neolexia Transliteration C: neoleksia Beta Code: neoleci/a

English (LSJ)

ἡ, A tirocinium, the first military service or first campaign of a young soldier, military rawness or inexperience Gloss.

German (Pape)

[Seite 242] ἡ, Zustand des Neuangeworbenen, tirocinium.

Greek (Liddell-Scott)

νεολεξία: ἡ, τὸ οὐσιαστ. τοῦ νεόλεκτος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

(I)
η
το να λέει κανείς κάτι καινούργιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεόλεκτος (Ι). Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Π. Χιώτη].
(II)
νεολεξία, ἡ (Α) νεόλεκτος
η κατάσταση του νεολέκτου.