ναυτεία

Revision as of 15:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A naval affairs, σύλληψις τῶν εἰς τὴν ν. OGI90.17 (Rosetta, ii B.C.), cf. PRev.Laws85.6 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ναυτεία: ἡ, = τὸ ναυτικόν, τὰ εἰς τὴν ν. Ἐπιγραφ. Μαρμάρου Ροσέττ. ἐν Συλλογ. Ἑλλ. Ἐπιγρ. 4697. 17.

Greek Monolingual

ναυτεία, ἡ (Α)
ναυτικές υποθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -εία, κατά το στρατεία.