ἐπιθόρνυμαι
English (LSJ)
A cover, of the male, βουσί Luc.Am.22, etc.; ἐ. ταῖς γεγαμημέναις Philostr.V A5.29, cf. Im.2.3: abs., Ael.N A10.2, al.
German (Pape)
[Seite 943] bespringen, sich begatten, γυναιξί, Philostr. v. Apoll. 5, 29; gew. von Thieren, βουσί, Luc. Amor. 22; Ael. N. A. 17, 46.
French (Bailly abrégé)
litt. s'élancer sur, saillir, τινι.
Étymologie: ἐπί, θόρνυμαι.
Greek Monolingual
ἐπιθόρνυμαι (Α)
εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθόρνῠμαι: зоол. устремляться, вскакивать, покрывать (ταῦρος βουσὶν ἐπιθόρνυται Luc.).