ἑτεροκρανία

From LSJ
Revision as of 09:57, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτεροκρᾱνία Medium diacritics: ἑτεροκρανία Low diacritics: ετεροκρανία Capitals: ΕΤΕΡΟΚΡΑΝΙΑ
Transliteration A: heterokranía Transliteration B: heterokrania Transliteration C: eterokrania Beta Code: e(terokrani/a

English (LSJ)

ἡ, A heterocranea, pain on one side of the head (cf. ἡμικρανία), Archig. ap. Gal.8.94, Aret.CD1.2, etc. (also ἑτεροκράνιον, τό, Gal.14.400). Adj. ἑτεροκρανικός, ή, όν, liable to pain on one side of the head, Antyll. ap. Orib.10.19.1.

German (Pape)

[Seite 1049] ἡ, Kopfweh an einer Seite des Kopfes, Medic., auch ἑτεροκρανικός, daran leidend.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροκρᾱνία: ἡ, πόνος κατὰ τὸ ἥμισυ τῆς κεφαλῆς (πρβλ. ἡμικρανία), Ἀρχιγέν. παρὰ Γαλ. τ. 3 σ. 263· ὡσαύτως ἑτερκράνιον, τό, Γαλην. τ. 14 σ. 400, 13· ἐπίθ. ἑτεροκρανικός, ή, όν, ὑποκείμενος εἰς ἑτεροκρανίαν, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 309. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 24.

Greek Monolingual

ἑτεροκρανία, ἡ (Α)
η ημικρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ημικρανία.