ἔμμουσος

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμμουσος Medium diacritics: ἔμμουσος Low diacritics: έμμουσος Capitals: ΕΜΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: émmousos Transliteration B: emmousos Transliteration C: emmousos Beta Code: e)/mmousos

English (LSJ)

ον, A = μουσικός, πράγματα Heph.Astr.2.32: Sup. -ότατον, θεώρημα Nicom.Ar.2.2; ἐμμούσοις γράμμασιν in literature, IG9(1).235 (Larymna). Adv. -σως, παίζειν Plu.2.1119d.

German (Pape)

[Seite 809] = μουσικός, Nicom. arith. 2, p. 109. – Adv. ἐμμούσως, παίζειν Plut. adv. Col. 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμουσος: -ον, = μουσικός, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 109· ἐμμούσοις γράμμασιν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 2. - Ἐπίρρ. ἐμμούσως, Πλούτ. 2. 119D.

Spanish (DGE)

-ον
I 1musical πράγματα Heph.Astr.2.34.12, θεώρημα Nicom.Ar.2.2, τὸ δὲ σκαίρειν ἔμμουσον κίνησιν Porph.ad Il.185.14.
2 inspirado por las musas ἐμμελὴς ... καὶ ἔ. de Píndaro, Philostr.Im.2.12, ᾠδαί Eust.161.36.
II adv. -ως musicalmente, bajo la inspiración de las musas λαλεῖν Eust.10.17, cf. 1683.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔμμουσος, -ον)
αυτός που έχει σχέση με τη μουσική, ο μουσικός
μσν.
αρμονικός, μελωδικός.