ἀμβλωτικός

From LSJ
Revision as of 17:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμβλωτικός Medium diacritics: ἀμβλωτικός Low diacritics: αμβλωτικός Capitals: ΑΜΒΛΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amblōtikós Transliteration B: amblōtikos Transliteration C: amvlotikos Beta Code: a)mblwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A producing abortion, φάρμακα Gal.17(1).799.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλωτικός: -ή, -όν, = κατάλληλος ὅπως προκαλέσῃ ἀποβολὴν ἐμβρύου, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ή, -όν medic. abortivo φάρμακα Gal.17(1).799.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀμβλωτικός, -ή, -όν) ἀμβλῶ
αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ' αυτήν.