ἀμφίμαλλος

Revision as of 15:41, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A woolly on both sides, Pherecr. 1 D., Ael.VH3.40, Poll.7.57.

German (Pape)

[Seite 141] auf beiden Seiten zottig, wollig, χιτῶνες Ael. V. H. 3, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίμαλλος: -ον, ἀμφοτέρωθεν μαλλωτός, Αἰλ. Π. Ἱ. 3. 40, Πολυδ. 7. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
laineux des deux côtés, qui enveloppe de laine.
Étymologie: ἀμφί, μαλλός.

Spanish (DGE)

-ον
con pelo por ambas caras Pherecr.14A (cj.), χιτῶνες Ael.VH 3.40, cf. Poll.7.57, τάπητες op. ἑτερόμαλλος Str.5.1.12
neutr. subst. τὸ ἀμφίμαλλον manto de lana peludo por ambas caras Varro LL 5.167.

Greek Monolingual

ἀμφίμαλλος, -ον (Α)
(κυρίως για τάπητες και χιτώνες) ο μαλλωτός, ο δασύς κι από τις δύο όψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + μαλλός «μαλλί»].