ἀνορμίζω
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
A take [ships] from their moorings, ἐς τὸ πέλαγος τὰς ναῦς D.C.48.48:—Med., put to sea, Id.42.7:—Pass., anchor above, ὑπὲρ τόπον Id.71.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορμίζω: μέλλ. -ίσω, ἐξάγω ἐκ τοῦ ὅρμου τὰ πλοῖα, ἐς τὸ πέλαγος εὐθὺς τὰς ναῦς ἀνώρμισε Δίων Κ. 48. 48: ― Μέσ., ἐξέρχομαι εἰς τὸ πέλαγος, ὁ αὐτ. 42. 7.
Spanish (DGE)
1 soltar amarras, hacer partir ἐς τὸ πέλαγος ... τᾶς ναῦς D.C.48.48.2
•en v. med. abs. hacerse a la mar οὐκ ἐθάρσησεν εὐθὺς εἰς τὴν γῆν ἐκβῆναι, ἀλλ' ἀνορμισάμενος ἀνεῖχε D.C.42.7.2.
2 anclar más arriba en v. pas. νῆες ... ἄνω τοῦ ῥεύματος D.C.71.2.3.
Greek Monolingual
ἀνορμίζω (Α)
1. παίρνω, βγάζω τα πλοία από το αγκυροβόλιο στο ανοιχτό πέλαγος
2. μέσ. βγαίνω στο πέλαγος.