ἀντελαύνω
καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know
English (LSJ)
intr., A sail against, τριήρει with a trireme, Plu.Nic.24.
German (Pape)
[Seite 246] entgegenziehen, praes. Plut. Nic. 24, mit Schiffen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντελαύνω: ἀμετ., ἀντεπεξέρχομαι, ἐκπλέω ἐναντίον τινός, ἀντελαύνει δέκα τριήρεσι Πλουτ. Νικ. 24.
French (Bailly abrégé)
s'avancer (à cheval, sur un navire, etc.) à la rencontre de.
Étymologie: ἀντί, ἐλαύνω.
Spanish (DGE)
navegar contra ἀντελαύνει δέκα τριήρεσιν avanza contra (los atenienses) con diez trirremes Plu.Nic.24.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἀντελαύνω: μέλ. -ελῶ, πλέω εναντίον, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντελαύνω: устремляться навстречу (τριήρει Plut.).