ἀντιμεταρρέω
From LSJ
English (LSJ)
A flow off in turn or back, Placit.4.22.2, but ἀντιμετερᾷ (cj. Bernardakis) is prob.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμεταρρέω: ῥέω ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, πάλιν εἰς τὸν πνεύμονα τὸ περιττὸν ἀντιμεταρρεῖ, Πλούτ. 2. 904Α.
Spanish (DGE)
fluir a su vez εἰς τὸν πνεύμονα τὸ περιττόν Placit.4.22.3.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμεταρρέω: течь обратно Plut.