φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Full diacritics: ἀπεκβάλλω | Medium diacritics: ἀπεκβάλλω | Low diacritics: απεκβάλλω | Capitals: ΑΠΕΚΒΑΛΛΩ |
Transliteration A: apekbállō | Transliteration B: apekballō | Transliteration C: apekvallo | Beta Code: a)pekba/llw |
A turn out, Sch.A.Pr.84.
ἀπεκβάλλω: ἐκβάλλω ἐκ μέρους τινός, ἐλευθερῶ, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 84.
resultar Sch.A.Pr.84.
ἀπεκβάλλω (Μ)
1. βγάζω από πάνω μου, αποθέτω
2. ελευθερώνω, σώζω
3. προπέμπω, ξεπροβοδίζω.