ἀπείλημα

From LSJ
Revision as of 13:27, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείλημα Medium diacritics: ἀπείλημα Low diacritics: απείλημα Capitals: ΑΠΕΙΛΗΜΑ
Transliteration A: apeílēma Transliteration B: apeilēma Transliteration C: apeilima Beta Code: a)pei/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, A = ἀπειλή, S.OC660(pl.).

German (Pape)

[Seite 283] τό, dasselbe, Soph. O. C. 666.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείλημα: -ατος, τὸ, = ἀπειλή, κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 660, Νικήτ. Χων. 281.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
menace.
Étymologie: ἀπειλέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό amenaza S.OC 660.

Greek Monolingual

ἀπείλημα, το (Α)
απειλή, φοβέρα.

Greek Monotonic

ἀπείλημα: -ατος, τό = απειλή, στον πληθ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείλημα: ατος τό угроза Soph.

Middle Liddell

= ἀπειλή, in plural, Soph.]