δώμα

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source

Greek Monolingual

το (AM δῶμα)
1. επίπεδη στέγη σπιτιού, ταράτσα
2. μέρος σπιτιού, διαμέρισμα («τα δώματα της βασίλισσας»)
μσν.- νεοελλ.
«ουράνιο δώμα» — ουρανός, ουράνιος θόλος
αρχ.
1. σπίτι
2. οικογένεια, γενιά
3. ναός
4. φρ. «κατὰ δώμα» — στο σπίτι
5. «δῶμ’ Ἀΐδαο» — ο κάτω κόσμος
6. «δῶμα Καδμεῑον» — η Θήβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δώμα εμφανίζει πιθ. την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας dem- η οποία απαντά στα δεσπότης, δόμος. Η σύνδεση με αρμ. tun «σπίτι», γεν. tan είναι αμφίβολη. Από άλλους υποστηρίχθηκε ότι η λ. προήλθε από την αιτιατική ενός αρσενικού ονόματος dōmm που έφερε την εκτεταμένη / ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και το οποίο λόγω της καταλήξεως -μα θεωρήθηκε ως ουδέτερο].