εὐθυσμός
From LSJ
Full diacritics: εὐθυσμός | Medium diacritics: εὐθυσμός | Low diacritics: ευθυσμός | Capitals: ΕΥΘΥΣΜΟΣ |
Transliteration A: euthysmós | Transliteration B: euthysmos | Transliteration C: efthysmos | Beta Code: eu)qusmo/s |
ὁ, (εὐθύνω) A straightness, trans. of Hebr. Shur, Ph.1.576.
εὐθυσμός: ὁ, (εὐθύνω) τὸ εὐθὺ ποιεῖν τι, Φίλων 1. 576.
εὐθυσμός, ὁ (Α) ευθύνω
το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, το ίσιωμα.