οὔπως

From LSJ
Revision as of 19:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὔπως Medium diacritics: οὔπως Low diacritics: ούπως Capitals: ΟΥΠΩΣ
Transliteration A: oúpōs Transliteration B: oupōs Transliteration C: oypos Beta Code: ou)/pws

English (LSJ)

or οὔ πως, Ion. οὔκως Hdt.1.33:—Adv. A no-how, in no wise, not at all, giving the greatest possible strength to the negation, Il. 4.320, etc.; separated, οὐ μέν πως 2.203, 4.158, etc.

German (Pape)

[Seite 416] auf keine Weise, ganz u. gar nicht, oft bei Hom.

Greek (Liddell-Scott)

οὔπως: ἢ οὔ πως, Ἰων. οὔκως, ἐπίρρ., οὐδαμῶς, κατ’ οὐδένα τρόπον, οὐδόλως, ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en aucune façon, nullement.
Étymologie: οὐ, πῶς.

English (Autenrieth)

nohow, on no terms.

Greek Monolingual

οὔπως ή οὔ πως και ιων. τ. οὔκως (Α)
επίρρ. (επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, με τίποτε.

Greek Monotonic

οὔπως: ή οὔπως, Ιων. οὔκως, επίρρ., με κανένα τρόπο, ουδόλω, με τίποτε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οὔπως: ион. οὔκως adv. тж. раздельно никоим образом, решительно никак: ἀλλ᾽ οὔ. ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν Hom. но боги отнюдь (никогда) не давали людям все сразу; οὔ. κως ἤκουον Her. они и слышать не хотели.

Middle Liddell


οὔ πως, no-how, in no wise, not at all, Il., etc.

English (Woodhouse)

by no means, not a bit, not in the least

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search