ἀπροσωπόληπτος
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ον, A not respecting persons, Suid. s.v. ἀδυσώπητος. Adv. -τως without respect of persons, 1 Ep.Pet.1.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσωπόληπτος: -ον, ὁ μὴ προσωποληπτῶν, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀδυσώπητος: τὸ ἀπροσωπόληπτον Κλήμ. Ἀλ. 772. - Ἐπίρρ. ἀπροσωπολήπτως, ἄνευ προσωποληψίας, Ἐπιστ. Πέτρ. Α΄, α΄, 17. Ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -ληψία, ἡ, Γρηγ. Ναζ. σ. 116, 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne fait pas acception des personnes, impartial.
Étymologie: ἀ, προσωποληπτέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀπροσωπόλημπτος 1Ep.Clem.1.3, Ep.Barn.4.12, 1Ep.Petr.1.17
• Morfología: [voc. απροσωπολημιε (sic) IGLS 343.6]
I 1que no hace distinción de personas, imparcial, inexorable de Dios, Clem.Al.Strom.6.6.46, Petr.I Al.Ep.Can.7, Eus.Alex.Serm.M.86.341D
•de pers. ὁ δεσπότης Cyr.Al.M.71.564C, de Eusebio de Alejandría, Io.Not.V.Eus.M.86.297B
•de abstr., de la caridad, Euthal.Epp.Cath.M.85.677B, de la tumba IGLS l.c.
•τὸ ἀ. imparcialidad, inexorabilidad τὸ ἀ. θεοῦ Clem.Al.Strom.6.8.64, τὸ ἑαυτοῦ εὔσπλαγχνον καὶ ἀ. ἐνδείκνυται διὰ πάντων τῶν ἁγίων ὁ Λόγος Hippol.Antichr.3.
2 que no se debe mirar cara a cara de Dios, Cyr.Al.M.70.1169D.
II adv. -ως sin distinguir entre las personas, imparcialmente, inexorablemente ἀ. ... πάντα ἐποιεῖτε 1Ep.Clem.1.3, ὁ κύριος ἀ. κρινεῖ τὸν κόσμον Ep.Barn.4.12, cf. 1Ep.Petr.1.17.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπροσωπόληπτος, -ον) προσωποληπτώ
αυτός που δεν κάνει διακρίσεις, αμερόληπτος.
Greek Monotonic
ἀπροσωπόληπτος: -ον (προσωπολήπτης), αυτός που δεν μεροληπτεί υπέρ συγκεκριμένων προσώπων, αμερόληπτος, αδέκαστος· επίρρ. -τως, χωρίς μεροληψία προς το πρόσωπο κάποιου, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
προσωπολήπτης
not respecting persons. adv. -τως, without respect of persons, NTest.