ἐχθρώδης
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ες, A hostile, Sch.Opp.H.1.685: Comp.-έστερος Sch. E.Hec.745, Or.614. Adv. -δῶς, διαθεῖναί τινα πρός τινας J.BJ1.24.2; ἐ. ἔχειν τινί D.C.43.10, cf. Nic. Dam.57 J., Sch.E.Med.290.
German (Pape)
[Seite 1125] ες, wie ein Feind, feindlich. - Adv., ἐχθρωδῶς ἔχειν τινί, gegen Einen feindlich gesinnt sein, D. Cass. 43, 11; Schol. Luc. Catapl. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἐχθρῷ, ἐχθρικός. - Ἐπίρρ., ἐχθρωδῶς, ἐχθρωδῶς ἔχειν τινὶ Δίων Κ. 43. 10.
Greek Monolingual
ἐχθρώδης, -ες (ΑΜ) εχθρός
γεμάτος εχθρότητα, εχθρικός.
επίρρ...
ἐχθρωδῶς (ΑΜ)
με εχθρικό τρόπο, εχθρικά.