ἰσικιάριος
From LSJ
English (LSJ)
[ῑς], ὁ, A sausage-maker, PStrassb.46 (vi A.D.).
Greek Monolingual
ἰσικιάριος, ὁ (Α) ισίκιον
πάπ. αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο κρέας.
Full diacritics: ἰσῐκιάριος | Medium diacritics: ἰσικιάριος | Low diacritics: ισικιάριος | Capitals: ΙΣΙΚΙΑΡΙΟΣ |
Transliteration A: isikiários | Transliteration B: isikiarios | Transliteration C: isikiarios | Beta Code: i)sikia/rios |
[ῑς], ὁ, A sausage-maker, PStrassb.46 (vi A.D.).
ἰσικιάριος, ὁ (Α) ισίκιον
πάπ. αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο κρέας.