ἰταμεύομαι
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
[ῐ], A to be ἰταμός, interpol. in Jul.Or.7.210c.
German (Pape)
[Seite 1274] ein ἰταμός sein, sich wie ein dreister, kecker Mensch betragen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτᾰμεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἰταμῶς, Ἰουλιαν. Λόγ. 7, πρὸς Ἡράκλ. Κυνικ. σ. 210, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 582.
Greek Monolingual
ἰταμεύομαι (Α) ιταμός
(αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα.