ὀβελίτης
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, A = ὀβελίας, Poll.1.248, cf. Hsch. s.v. ἀκροβολίδες.
German (Pape)
[Seite 289] ὁ, ἄρτος, = ὀβελίας, Poll. 1, 248.
Greek (Liddell-Scott)
ὀβελίτης: [ῑ], ὁ, = ὀβελίας, Πολυδ. Α΄, 248, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. ἀκροβολίδες.
Greek Monolingual
ὀβελίτης, ὁ (Α)
1. οβελίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἄκρα τοῦ ὀβελίτου λίθου ἤ τῶν ὀβελίσκων».