ὀρείκτιτος

From LSJ
Revision as of 12:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείκτῐτος Medium diacritics: ὀρείκτιτος Low diacritics: ορείκτιτος Capitals: ΟΡΕΙΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: oreíktitos Transliteration B: oreiktitos Transliteration C: oreiktitos Beta Code: o)rei/ktitos

English (LSJ)

ον, A dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.

English (Slater)

ὀρείκτιτος
   1 mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.

Greek Monolingual

ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινόςὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό-κτιτος].

Russian (Dvoretsky)

ὀρείκτῐτος: Pind. v.l. = ὀρικτίτης.