ὁμοιοσχήμων

From LSJ
Revision as of 09:20, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοσχήμων Medium diacritics: ὁμοιοσχήμων Low diacritics: ομοιοσχήμων Capitals: ΟΜΟΙΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: homoioschḗmōn Transliteration B: homoioschēmōn Transliteration C: omoioschimon Beta Code: o(moiosxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A of like form, Democr. (?) ap. Placit.4.19.3, Arist.APr.27b11, Thphr.HP4.2.4, Epicur.Ep.1p.9U., Id.Nat.Herc.1420.3, D.H.Comp.26, Ptol.Tetr. 104, etc. Adv. -νως Arist.EE1217b35. (The form ὁμοιόσχημος, ον, is doubtful : -σχημον neut. sg. in Antyll. ap. Orib.44.23.41, Simp. in Cat.430.25 can be referred to masc. -σχήμων; acc. masc. (fem.) -σχήμον' (with elision of α) is prob. in Corn.ND17, Phlp.in Mete. 20.29; -σχήμων ὄντων in Id.in Ph.662.30 is v.l. for -σχημόνων ὄντων.)

German (Pape)

[Seite 336] ον, von ähnlicher, gleicher Gestalt, Haltung, Stellung, Arist. Anal. pr. 1, 5 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοσχήμων: -ον, ὁ ὁμοίου σχήματος, ὁ ἔχων ὅμοιον σχῆμα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, κτλ.· - Ἐπίρρ. -μόνως, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 1. 8, 7. - οὕτως -σχημάτιστος, ον, Φώτ. ἐν Collect. Vat. 1. 227· -σχημος, ον, Cornut. N. D. 17 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

Greek Monolingual

ὁμοιοσχήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με κάποιον άλλο, ομοιόσχημος.
επίρρ...
ὁμοιοσχημόνως (ΑΜ)
με την ίδια μορφή, στο ίδιο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο-σχήμων].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοσχήμων: 2, gen. ονος схожий по форме или по виду Arst.