ὑποδιοικητής

From LSJ
Revision as of 19:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδιοικητής Medium diacritics: ὑποδιοικητής Low diacritics: υποδιοικητής Capitals: ΥΠΟΔΙΟΙΚΗΤΗΣ
Transliteration A: hypodioikētḗs Transliteration B: hypodioikētēs Transliteration C: ypodioikitis Beta Code: u(podioikhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A sub-διοικητής, PSI6.632.11 (iii B. C.), PCair.Zen.403.12 (iii B. C.), PGrenf.2.23.2 (ii B. C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιοικητής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, δευτερεύων διοικητής, Ἐπιγρ. ἐν Peyron Papyri σ. 48, κλπ.

Greek Monolingual

ο / ὑποδιοικητής, ΝΑ διοικητής
άτομο που σε μια ιεραρχία κατέχει θέση αμέσως κατώτερη από του διοικητή
νεοελλ.
1. ο προϊστάμενος υποδιοίκησης·2. στρ. αξιωματικός στρατιωτικής μονάδας ή υπηρεσίας, αμέσως κατώτερος από τον διοικητή.