ῥιζωνυχία

From LSJ
Revision as of 15:04, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζωνῠχία Medium diacritics: ῥιζωνυχία Low diacritics: ριζωνυχία Capitals: ΡΙΖΩΝΥΧΙΑ
Transliteration A: rhizōnychía Transliteration B: rhizōnychia Transliteration C: rizonychia Beta Code: r(izwnuxi/a

English (LSJ)

ἡ, A root of the nail, Poll.2.145 (pl.), cf. Paul.Aeg.6.85:—in Ruf.Onom.85, ῥιζ-νύχια, τά; but -ίαι Id. ap. Orib.25.1.32.

German (Pape)

[Seite 843] ἡ, die Wurzel des Nagels, Medic.; Poll. 2, 145; ῥιζονυχία ist minder gute Schreibart, ῥιζώνυξ, υχος, falsch.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζωνῠχία: ἡ, ἡ ῥίζα τοῦ ὄνυχος, ἀναγνωστέον παρὰ Πολυδ. Β΄, 145, πρβλ. Παῦλ. Αἰγιν. 6. 85· - παρὰ Ρούφῳ Ἐφεσ. σ. 30, -νύχια, τά.

Greek Monolingual

ή, Α
η ρίζα του νυχιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -ωνυχία (< -ώνυχος < ὄνυξ, -υχος), πρβλ. ακρ-ωνυχία. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].