ἐκφορέω
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
= ἐκφέρω, carry out, as a corpse for burial, Od. 22.451, 24.417 (tm.).
German (Pape)
[Seite 786] = ἐκφέρω; νέκυας, Leichen forttragen, Od. 22, 451; pass., κόρυθες νηῶν ἐκφορέοντο, drängten sich heraus, Il. 19, 360; τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορήν Her. 1, 197; Folgde; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc. Tim. 57; a. Sp.; – πόλιν, ausplündern, D. Sic. 17, 13; vgl. Her. 2, 150; – ausplaudern, Hermesian. bei Ath. XIII, 597 d. – Auch med., herausschaffen lassen, Dem. 47, 53, wie Is. 6, 39, ἔνδοθεν εἰς.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφορέω: ἐκφέρω, φέρω ἔξω, ὡς π. χ. πτῶμα πρὸς ταφήν, ταὶ δ’ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ Ὀδ. Χ. 451˙ ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι Ω. 417. 2) καθόλου, φέρω ἔξω, Ἡρόδ. 1. 197., 9. 116. - Μέσ. ἐκκομίζω μετ’ ἐμαυτοῦ, τούς τ’ ἄρνας ἐξεφοροῦντο Εὐρ. Κύκλ. 234, Ἰσαῖος 60. 27, κτλ. - ἐκφέρομαι, κινοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ὣς τότε ταρφειαὶ κόρυθες... νηῶν ἐκφορέοντο Ἰλ. Τ. 360˙ 3) ἐξορύσσω, ἐξάγω, εἰρόμην... ὅκου εἴη ὁ χοῦς ὁ ἐξορυχθείς˙ οἱ δὲ ἔφρασάν μοι, ἵνα ἐξεφορήθη Ἡρόδ. 2. 150., 7. 23˙ ἐπὶ ἐξαγωγῆς μετάλλου, Ξεν. Πόροι 4. 2, πρβλ. 32: - ἐκφ. πόλιν, διαρπάζειν, λαφυραγωγεῖν Διόδ. 17. 13. 4) ἐν τῷ παθ., ῥίπτομαι ἔξω, εἰς τὴν ξηράν, Ἡρόδ. 8. 12. 5) διαδίδω ἀκρίτως, ἐκστομίζω ἀνοήτως, εὐασμὸν κρυφίων ἐξεφόρει λογίων Ἑρμησιάν. Ἀποσπ. 5. 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
porter au dehors, emporter ; particul. emporter des morts;
Moy. ἐκφορέομαι, ἐκφοροῦμαι se porter au dehors : νηῶν IL sortir des vaisseaux.
Étymologie: ἔκφορος.
English (Autenrieth)
(φέρω): carry forth from; νέκυας οἴκων, Od. 22.451; mid., move forth from, νηῶν, Il. 19.360.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐγφ- IEleusis 143B.56 (IV a.C.), ἐχφ- IEleusis 177.75 (IV a.C.)
I c. unidades discretas
1 de cadáveres o cuerpos inertes sacar fuera, llevar a enterrar ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον sacaron de la casa los cadáveres, Od.24.417(tm.), cf. 22.451, τοὺς κάμνοντας ἐς τὴν ἀγορήν Hdt.1.197
•en v. pas. ser llevado afuera por el mar, ser arrastrado a tierra οἱ νεκροὶ καὶ τὰ ναυήγια ἐξεφορέοντο ἐς τὰς Ἀφέτας Hdt.8.12.
2 de cosas sacar, llevarse gener. furtiva o fraudulentamente χρήματα ... ἐπενόησαν κλῶπες ἐκφορῆσαι Hdt.2.150, τὰ χρήματα ἐξ Ἐλαιοῦντος ἐς Σηστόν Hdt.9.116, cf. Is.6.43, Aesop.57.1, ἐξεφόρησεν ὅτι ἐὰν ἦ ἐν τῇ οἰκίᾳ arrampló con todo lo que había en la casa, PThomas 14.8 (II d.C.), cf. Luc.Tim.12, 57, PSI 463 (II d.C.)
•en v. med. mismo sent. τούς τ' ἄρνας ἐξεφοροῦντο E.Cyc.234, en v. pas. κόρυθες ... νηῶν ἐκφορέοντο καὶ ἀσπίδες Il.19.360, cf. Is.6.41, τὰ ἐν τῇ οἰκίᾳ μου ὑπο ληστηρίου PMil.Vogl.229.6 (II d.C.).
3 esp. jur. hacer alzamiento de bienes πάντα para librarse de desempeñar un cargo POxy.1642.33, de donde braquilógicamente ἵνα τὰς ἀρχὰς μὴ ἐκφορήσῃ para que no se librara de desempeñar el cargo con el alzamiento de bienes, POxy.1642.22 (III d.C.)
•llevarse por orden judicial, embargar como ejecución de ἀντίδοσις: πολλὰ τῶν ἔνδοθεν ἐκφορήσας D.42.26, cf. 47.65, 81, en v. pas. τὰ ἐκ τῆς οἰκίας ἐκπεφορημένα D.47.62
•en v. med. mismo sent. καὶ ἐκφορήσαιτό μου ὡς πλεῖστα D.47.75.
4 dilapidar, gastar Hsch., quizá οὐδαμινόν ἐξεφορησε βίον Hermesian.7.98 (cj. en ap. crít.).
II c. cantidades no discretas
1 ref. el suelo, tierra, etc. llevarse, trasportar la tierra sacada de una excavación (τὸν χοῦν) ἐς τὸν Τίγρην ποταμὸν ... ἐξεφόρεον Hdt.2.150, cf. 7.23, τῷ τὸν χοῦν ἐχφορήσαντι IEleusis 177.75 (IV a.C.), en v. pas. ἔφρασάν μοι ἵνα ἐξεφορήθῃ (ὁ χοῦς) Hdt.2.152, πάλαι ὀρυττομένης τε καὶ ἐκφορουμένης τῆς ἀργυρίτιδος X.Vect.4.2
•extraer, sacar tierra de una excavación, c. gen. αὐτός τε τοῦ χοῦ πρῶτος ἐκφορήσας habiendo sido él el primero que sacó la carga de tierra D.C.66.10.2, en v. pas. τὸν δὲ χοῦν τὸν ἐκφορεόμενον ἐκ τοῦ ὀρύγματος ... ἐξεφόρεον Hdt.2.150.
2 obtener por pillaje, saquear πολλὴν ... λείαν Ph.2.103, τὸν ἐν τῷ ναῷ πλοῦτον I.AI 10.112, en v. pas. ἡ πόλις ἐξεφορεῖτο D.S.17.13.
3 en v. med. sobrevenir ἐκ τῆς πρὸς ὥραν ἐκφορουμένης λύπης por una desgracia que sobreviene ocasionalmente Babr.23.10.
Greek Monotonic
ἐκφορέω: μέλ. -ήσω, = ἐκφέρω·
1. μεταφέρω, κομίζω νεκρό για ταφή, σε Ομήρ. Οδ. — γενικά, μεταφέρω προς έξω, σε Ηρόδ. — Μέσ., φέρνω κάτι έξω μαζί με εμένα, Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κινούμαι προς τα εμπρός, σε Ομήρ. Ιλ.
2. βγάζω εντελώς έξω, εξάγω, εξορύσσω, δεν αφήνω καθόλου υπολείμματα, λέγεται για χώμα που εξορύσσεται από ένα χαντάκι, σε Ηρόδ.
3. Παθ., ρίχνομαι στη στεριά, ξεβράζομαι στη στεριά, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφορέω: (= ἐκφέρω)
1) выносить, уносить (τινα ἐς τὴν ἀγορήν Her.; τὸν πλοῦτον ἐκ τῆς οἰκίας Luc.);
2) расхищать, грабить (πόλιν Diod.; τὰ χρήματα Plut.);
3) med.-pass. устремляться, нестись, мчаться (ταρφειαὶ κόρυθες νηῶν ἐκφορέοντο Hom.);
4) юр. приказывать унести (в качестве залога), т. е. секвестровать Dem.
Middle Liddell
fut. ήσω = ἐκφέρω
1. to carry out a corpse for burial, Od.:—generally to carry out, Hdt.:—Mid. to take out with one, Eur., etc.:—Pass. to move forth, Il.
2. to carry quite out, leave none behind, of earth dug from a trench, Hdt.
3. Pass. to be cast on shore, Hdt.