εἰδώς
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
French (Bailly abrégé)
υῖα, ός;
part. pf.2 de *εἴδω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ac. εἰδῶ Eust.921.53, dat. εἰδοῖ Zonar.p.631]
día Zonar.l.c., τὸ δὲ «εἴδεται ἦμαρ» ἀρχή ἐστι τοῦ λεχθῆναι τὴν ἡμέραν εἰδῶ rel. una supuesta etim. de lat. idus Eust.l.c., cf. εἰδοί.
Greek Monotonic
εἰδώς: μτχ. του οἶδα· βλ. *εἴδω Β.
Russian (Dvoretsky)
εἰδώς: εἰδυῖα, εἰδός part. pf. к *εἴδω.