νοσοφόρος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
-ο, θηλ. και -α
νοσογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -φόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Π. Τριανταφυλλίδη].