εἶεν

From LSJ
Revision as of 23:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

German (Pape)

[Seite 725] = εἴησαν, optat. praes. zu εἰμί, es mag sein, wird adverbial gebraucht u. bezeichnet den Übergang von etwas vorläufig nicht weiter zu Erörterndem auf etwas Neues, Plat. oft, vollständig εἶεν, ἦν δ' ἐγώ, τοῦτο μὲν ἡμῖν οὕτω κείσθω Rep. I, 350 d, so daß das Neue in einen Gegensatz tritt, mit ἀλλά, δέ u. ä. Oft folgt eine Frage, wie Plat. Prot. 312 e; Aesch. Ch. 719; imperat., Soph. El. 534, wo eben so das Folgende als etwas Neues besonders hervorgehoben werden soll, s. ἄγε; – εἶεν ἀκούω, ja doch, ich höre! Aesch. Ch. 655 u. Ar. Pax 663, wo die letzte Sylbe lang Ist.

Greek (Liddell-Scott)

εἶεν: μόριον ἔχον συγγένειαν πρὸς τὸ εἶα, ὡς τὸ ἔπειτεν πρὸς τὸ ἔπειτα, ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον ἐν Ἀττ. διαλόγῳ ἐπὶ μεταβάσεως ἀπὸ ζητήματός τινος εἰς τὸ ἑπόμενον· καλά! πολύ καλά! Λατ. Fac ita essse! Τραγ.· εἶεν· τί δῆτα...; Σοφ. Ἠλ. 534· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι Εὐρ. Μήδ. 386· αἱ φράσεις ἀλλ’ εἶεν, εἶεν γε, εἶεν δὴ εἰσὶ σπανιώτεραι. 2) πρὸς δήλωσιν ἀνυπομονησίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 176. τὸ εἶεν εὕρηται ὡς σπονδεῖος -- ἐν τῇ φράσει εἶεν, ἀκούω Αὐσχύλ. Χο. 627, Ἀριστοφ. Εἰρ. 663· κεῖται δὲ ὡς ἐκτὸς τοῦ στίχου ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.

French (Bailly abrégé)

1interj.
eh bien ! marque l’impatience.
Étymologie: pê apparenté à εἶα, mais non opt. de εἰμί.
23ᵉ pl. opt. prés. de εἰμί.

Greek Monolingual

εἶεν (Α)
μόριο που χρησιμοποιείται α) στη μετάβαση από ένα ζήτημα σε άλλο
πάει καλά, ας είναι, καλά λοιπόνεἶεν πάρειμ' ἐντεῡθεν ἐς...», Αριστοφ.)
β) για να εξάρει τα επόμενα ως νέο στοιχείο στη συζήτηση
έχει καλώςεἶεν, ἐρεῑ δέ... Αντιφ.).

Greek Monotonic

εἶεν: μόριο, χρήση μόνο σε Αττ. διάλογο, καλά! πολύ καλά! Λατ. esto! ας είναι, εἶεν· τί δῆτα; σε Σοφ.· εἶεν· καὶ δὴ τεθνᾶσι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εἶεν: interj. пусть так!, допустим!, ну ладно! Trag., Arph., Plat.

Middle Liddell

[Particle, only used in attic dialogue,]
well! Lat. esto! be it so! εἶεν: τί δῆτα; Soph.; εἶεν: καὶ δὴ τεθνᾶσι Eur.

English (Woodhouse)

well then

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)