εὐπρεπής

From LSJ
Revision as of 09:25, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten

Menander, Monostichoi, 95
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρεπής Medium diacritics: εὐπρεπής Low diacritics: ευπρεπής Capitals: ΕΥΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: euprepḗs Transliteration B: euprepēs Transliteration C: efprepis Beta Code: eu)preph/s

English (LSJ)

ές, (πρέπω) A well-looking, comely, of outward appearance, σχῆμα εὐπρεπέστατον Hdt.1.60, cf.2.37; [κόσμος] εὐ. A.Pers.833; εὐ. ἰδεῖν fair to look on, Ar.Th.192, X.Mem.2.1.22; εἶδος εὐπρεπεστάτη E.Hec.269 (v.l. ἐκπρεπής); τὴν ὄψιν D.40.27; κοσμοῦντες… οἰκοδομήμασιν εὐπρεπέστερα Pl.Lg.761c. 2 decent, seemly, ἄνδρα δ' εὐπρεπέστερον (sc. ἐξελθεῖν ἐστι) A.Ch.664, etc.; οὐ γὰρ εὐ. λέγειν E.Or.1145; λόγος ἐμοὶ οὐκ εὐπρεπέστερος λέγεσθαι Hdt.2.47; νόσημα ῥηθῆναι οὐκ εὐ. Isoc.12.267; τελευτὴ εὐπρεπεστάτη a most glorious end, Th.2.44. 3 specious, plausible, opp. ἀληθής, E.Tr.951; σκῆψις εὐπρεπεστάτη Hdt.3.72; εὐ. αἰτία Th.6.76; εὐ. δειλία = cowardice veiled under a fine name, Id.3.82; μετ' ὀνόματος εὐ. ibid.; ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ Id.4.86; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς = in pretence, Id.7.57; τὸ εὐ. τοῦ λόγου, = εὐπρέπεια ΙΙ, Id.3.38,44; εὐ. ἦν πρὸς τοὺς πλείους Id.8.66. II Adv. εὐπρεπῶς, Ion. εὐπρεπέως, οὐκ ἔχειν εὐπρεπέως ἐκλιπεῖν τὴν τάξιν Hdt.7.220, cf. A.Ag.616, etc.; with a good pretext, Th.6.6: Comp. εὐπρεπέστερον E.Rh.841; εὐπρεπεστέρως Gloss.: Sup. εὐπρεπέστατα Th.8.109.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων καλὸν ἐξωτερικόν, καλός, εὔσχημος, σχῆμα εὐπρεπέστατον Ἡρόδ. 1. 60, πρβλ. 2. 37· κόσμος εὐπρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 833· εὐπρεπὴς ἰδεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 192. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· εἶδος εὐπρεπὴς Εὐρ. Ἐκ. 269· τὴν ὄψιν Δημ. 1016. 24· κοσμεῖν… οἰκοδομήμασιν εὐπρεπέστερα Πλάτ. Νόμ. 761C. 2) ἀρμόζων, πρέπων, ἁρμόδιος, ἄνδρα δ’ εὐπρεπέστερον (δηλ. ἐξελθεῖν ἐστι) Αἰσχύλ. Χο. 664, κτλ.· οὐ γὰρ εὐπρεπὲς λέγειν Εὐρ. Ὀρ. 1145· λόγος ἐμοὶ οὐκ εὐπρεπέστερος λέγεσθαι Ἡρόδ. 2. 47· νόσημα οὐκ εὐπρ. Ἰσοκρ. 289Α· τελευτὴ εὐπρεπεστάτη, ἐνδοξότατον τέλος, Θουκ. 2. 44. 3) ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον μόνον εὐπρεπής, ἀντίθετον τῷ ἀληθής, Εὐρ. Τρῳ. 951· σκῆψις εὐπρεπεστάτη Ἡρόδ. 3. 72· εὐπρ. αἰτία Θουκ. 6. 76· εὐπρ. δειλία, ὑπὸ τὸ πρόσχημα ἀρετῆς, ὑπὸ καλὸν ὄνομα 3. 82· μετ’ ὀνόματος εὐπρεποῦς αὐτόθι· ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ 4. 86· ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, ἐπὶ προφάσει, 7. 57· τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου, = εὐπρέπεια (ΙΙ, 3), 38. 44· εὐπρ. ἦν πρὸς τοὺς πολλοὺς 8. 66. ΙΙ. Ἐπίρρ. εὐπρεπῶς, Ἰων. εὐπρεπέως, Ἡρόδ. 7. 220, Αἰσχύλ. Ἀγ. 616, κτλ. - Συγκρ. εὐπρεπέστερον, Εὐρ. Ρῆσ. 841· Ὑπερθ. εὐπρεπέστατα Θουκ. 8. 109.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. de belle apparence, convenable, décent;
II. p. suite
1 qui a l’air noble, beau, distingué ; fig. beau, glorieux;
2 spécieux, plausible : εὐπρεπὴς δειλία THC lâcheté dissimulée sous un beau nom ; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς THC pour la forme;
Cp. εὐπρεπέστερος, Sp. εὐπρεπέστατος.
Étymologie: εὖ, πρέπω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐπρεπής, -ές)
1. αυτός που έχει ωραία, σοβαρή και σεμνή εξωτερική εμφάνιση, ο ευπρόσωπος, ο ευπαρουσίαστος
2. ευγενικός, κόσμιος
μσν.
μεγαλοπρεπής, λαμπρός
αρχ.
1. ένδοξος, επιφανής
2. ο φαινομενικά μόνο ευπρεπής, ο προσποιητός
3. φρ. α) «ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς» — με το πρόσχημα, με την πρόφαση
β) «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου» — η ευπρέπεια.
επίρρ...
ευπρεπώς (ΑΜ εὐπρεπῶς και ιων. τ. εὐπρεπέως)
με τρόπο ευπρεπή, κόσμια
αρχ.
κατ' επίφαση, κατά το φαινόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιοπρεπής, αρχαιοπρεπής].

Greek Monotonic

εὐπρεπής: -ές (πρέπω),·
I. 1. όμορφος, καλός, κομψός, χαριτωμένος, λέγεται για εξωτερική εμφάνιση, σε Ηρόδ., Αττ.· εὐπρ. ἰδεῖν, όμορφος στην όψη, σε Ξεν.· εἶδος εὐπρεπής, σε Ευρ.
2. καλαίσθητος, κόσμιος, ευπρεπής, ταιριαστός, κατάλληλος, αρμόζων, πρέπων, προσήκων, αρμόδιος, σε Ηρόδ., Αισχύλ., Ευρ.· τελευτὴ εὐπρεπεστάτη, ενδοξότατο τέλος, σε Θουκ.
3. απατηλός, κατ' επίφαση ορθός, αληθοφανής, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς, υπό το πρόσχημα, με την πρόφαση, στον ίδ.
II. επίρρ. -πῶς, Ιων. εὐπρεπέως, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· συγκρ. εὐπρεπέστερον, σε Ευρ.· υπερθ. εὐπρεπέστατα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρεπής:
1) красивый, изящный (κόσμος Aesch.; σχῆμα Her.; ἐσθής Arst.): εὐ. (τὸ) εἶδος Eur., Arst., Plut. и εὐ. ἰδεῖν Arph., Xen. красивой наружности, прекрасный;
2) благопристойный, подходящий (λόγος Her.): οὐκ εὐπρεπές λέγειν Eur. не годится упоминать (об этом); ἦν τοῦτο εὐπρεπὲς πρὸς τοὺς πλείους Thuc. это понравилось большинству;
3) славный (ἀνήρ Aesch.; τελευτή Thuc.);
4) приводимый для видимости, благовидный (αἰτία Thuc., Plut.; εὐ. μέν, ἀληθὴς δ᾽ οὔ Luc.): ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς Thuc. для видимости; σκῆψις εὐπρεπεστάτη Her. весьма удобный предлог;
5) прикрытый благовидным предлогом, замаскированный (δειλία Thuc.): ἀπάτῃ εὐπρεπεῖ Thuc. путем скрытого обмана.

Middle Liddell

εὐ-πρεπής, ές πρέπω
I. well-looking, goodly, comely, of outward appearance, Hdt., attic; εὐπρ. ἰδεῖν fair to look on, Xen.; εἶδος εὐπρεπής Eur.
2. decent, seemly, fitting, becoming, Hdt., Aesch., Eur.; τελευτὴ εὐπρεπεστάτη a most glorious end, Thuc.
3. specious, plausible, Hdt., Thuc.; ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς in pretence, Thuc.
II. adv. εὐπρεπῶς, ionic εὐπρεπέως, Hdt., Aesch., etc.; comp. εὐπρεπέστερον, Eur.; Sup. εὐπρεπέστατα, Thuc.

English (Woodhouse)

beautiful, becoming, befitting, comely, felicitous, fine, fit, fitting, handsome, magnificent, plausible, proper, reasonable, showy, specious, splendid, suitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)