λεπτόν

From LSJ
Revision as of 11:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

German (Pape)

[Seite 30] τό, sc. νόμισμα, ein kleines Stück Geld, kleine Münze, N. T – Bei S. Emp. adv. astrol. 5 der sechszigste Theil eines Grades.

French (Bailly abrégé)

οῦ (τό) :
1 (s.e. νόμισμα) petite pièce de monnaie, menue monnaie;
2 (s.e. ἔντερον) l’intestin grêle;
3 (s.e. μέρος) minute, soixantième partie d'un degré.
Étymologie: λεπτός.

English (Strong)

neuter of a derivative of the same as λεπίς; something scaled (light), i.e. a small coin: mite.

Greek Monolingual

λεπτόν, τὸ (ΑM)
βλ. λεπτό.

Greek Monotonic

λεπτόν: (ενν. νόμισμα), τό, πολύ μικρό νόμισμα, απειροελάχιστη ποσότητα χρημάτων (το ⅙ της δραχμής), σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

λεπτόν:
I τό (sc. μέρος)
1) 60-я часть градуса, минута Sext.;
2) тонкая часть: λεπτὰ τὰ πρῴραθεν ἔχειν Thuc. суживаться по направлению к корабельному носу;
3) тонкая линия: ἐπὶ λ. τετάχθαι Xen. быть выстроенным в узкую линию (о боевом порядке);
4) мелкая порода: τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων Her. мелкий скот;
5) тонкость, деталь: κατὰ λ. Cic. обстоятельно;
6) лепта, мелкая монета (χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης NT).
II adv. высоким голосом, тонко, нежно (ἀμφιτιττυβίζειν Arph.).

Middle Liddell


sc. νόμισμα a very small coin, a mite, NTest.