χώρα
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Ion. χώρη, ἡ, A = χῶρος, space or room in which a thing is, defined as partly occupied space, distinguished from κενόν and τόπος, Zeno Stoic. 1.26 (cf.2.163), S.E.P.3.124; ποταγορεύοντι τὰν ὕλαν τόπον καὶ χώραν Ti.Locr.94b (in ὁ τόπος τῆς χ. Pl.Lg.705c χώρα = country (cf. 11.1); so χώρας ἐν τόποις Λιβυστικοῖς A.Eu.292); οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς Il.23.521; νόμισμα . . χώρας μεγάλης δέοιτ' ἄν X.Lac.7.5; χώραν τινὶ καταλιπεῖν leave room for it, Plu.2.123f, etc. 2 generally, place, spot, στρέψεσθ' ἐκ χώρης ὅθι . . Il.6.516, cf. Od.16.352; ὀλίγῃ ἐνὶ χ. Il. 17.394; χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν move from place to place, Pl.Tht. 181c; field in a ceiling, IG42(1).103.193, 106ii139 (Epid., iv B. C.); ἡ πρώτη χ. the first field (on the chest of Cypselus), Paus.5.17.6; socket or cavity of a joint, Hp.Art.79, 80; of the eye, IG42(1).121.76 (Epid., iv B. C.); as euphemism for the genital organs, Hippiatr. 33,71. 3 the position, proper place of a person or thing, ἐνὶ χώρῃ ἕζεται Il.23.349: esp. a soldier's post, Ἄρης οὐκ ἔνι χώρα is not at his post (or perhaps in the land, cf. Ar.Lys.524) A.Ag.78 (anap.); χώραν λιπεῖν, προλείπειν, Th.4.126, 2.87; μισθοφορεῖν κεναῖς χ. draw pay for unfilled vacancies, Aeschin.3.146; ἐπιγράψαι αὐτῷ τὴν χώραν UPZ14.88 (ii B. C.): later τὴν χώραν τινὸς ἀποπληρῶσαι, ποιῆσαι, fill a person's place, POxy.136.15(vi A. D.), PMasp.32.11 (vi A. D.): χώραν λαβεῖν = take a position, find one's place, ἕως ἂν χώραν λάβῃ [τὰ πράγματα] till they are brought into position, into order, X.Cyr.4.5.37; οὐ διδοὺς ἑτέρῳ τόπον οὐδὲ χώραν διακονίας Plu.2.62d; οὐκ ἂν ἔχοι χώραν νοήσεως ἡντινοῦν τὸ ἀγαθόν the Good cannot have any possibility of thinking, Plot.5.6.6; σοὶ ἀστρονομεῖν χ. your province is astronomy, Philostr. VA5.15; ἐν τοῖς ἀτέχνοις χώραν ἔχει τὸ αὐτόματον Eun.Hist.p.225D.: freq. in the phrase ὥρα καὶ χώρα = time and place, ἐν ὁποία ἀξία φυτευθῆναι καὶ ὥρὰ καὶ χώρᾳ Pl.Hipparch.225c; ἐν ἄλλῃ καὶ χώρῃ Hp.Hum. 14; πρὸς ὥρας καὶ χώρας καὶ διαίτας ib.16, Aph.3.3; ἥ τε τοῦ ἔτους ὥρα καὶ χ. καὶ φύσις τοῦ θεραπευομένου σώματος Gal.18(2).399, cf. Alex. Trall.1.10, Steph.in Hp.1.161, 180 D. b. in metric, position of a foot in a verse, τὸ δακτυλικὸν δέχεται δακτύλους καὶ σπονδείους κατὰ πᾶσαν χ. Heph.7.1, cf. 8.1; αἱ περιτταὶ χ. Id.5.1,6.1. 4 metaph., station, place, position, ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι to be in his position, be counted the same as he is, ἐν ἀνδραπόδων or μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι to be in the position of slaves or mercenaries, to pass or rank as such, X.An.5.6.13, Cyr.2.1.18; ἐν οὐδεμιᾷ χ. εἶναι to have no place or rank, be in no esteem, Id.An.5.7.28; οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι Thgn.152; τούτων τοι χώρη . . ὀλίγη τελέθει Id.822; τὰς μεγίστας χ. ἔχειν Plb.1.43.1. 5 in senses 3 and 4 freq. with a Prep., ἐκ χώρας ὁρμᾶν, opp. πορευόμενος μάχεσθαι, X.An.3.4.33; εἰς τὰς ἑαυτῶν χ. πάρεισι are at their posts, Id.Cyr.1.2.4, cf. Theoc. 15.57; εἰς τὰς τῶν λοχαγῶν χ. καταστήσεσθαι X.Cyr.2.1.23; ἐν χώρᾳ = in one's place, at one's post, ἐν ταῖς χ. γενέσθαι Id.An.4.8.15; ἐν χώρᾳ πίπτειν, ἐν χώρᾳ ἀποθνῄσκειν, die at one's post, Id.HG4.2.20, 8.39; ἐπὶ χώρας ἕσσαι set it in its place, Pi.P.4.273; also μένειν ἐπὶ χώρας, = μένειν κατὰ χώραν, remain in force, OGI90.16 (Rosetta, ii B. C.), BGU183.9 (i A. D.); κατὰ χώρην εἶναι be in one's place, Hdt.4.135; [φόροι] κατὰ χώρην διατελέουσι ἔχοντες Id.6.42, cf. Ar.Pl.367, Ra.793; κατὰ χώρην μένειν Hdt.7.95, 8.108, Ar.Eq.1354, Th.4.26; ἤλπιζον . . οὐ μενεῖν κατὰ χώρην τὰ πράγματα ib.76; μένει τὸ ὅρκιον κατὰ χώρην as it was, undisturbed, Hdt.4.201; ἐᾶν κατὰ χώραν τὴν πόλιν leave in its place, leave as it was, X.HG6.5.6, cf. Hdt.1.17; κατὰ χώραν μένειν τοὺς ἄλλους [νόμους] ἐᾶν D.24.5; κατὰ χ. ἀπιέναι retire in their old order, X. An.6.4.11. II land, viz., 1 a land, country, ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Od.8.573; ἡ χώρα ἡ Ἀττική Hdt.9.13; ἐμπορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν IG12.57.21, cf. 63.22, al.: freq. in Trag., Ἑλλάδα χώραν A.Pers.271 (lyr.); Εὐβοῖδα χ. S.Tr.74, etc.; territory, ὁ τύραννος ἢ πόλεων ἢ χ. πολλῆς [ἐπιθυμεῖ] X.Hier.4.7: pl., OGI54.11 (Adule, iii B. C.), etc. 2 landed estate, X.Cyr.8.4.28, 8.6.4. b. country town, τοὺς κήρυκας διαπέμψαντες ἐς τὰς χ. Schwyzer688B8 (Chios, v B. C.). 3 the country, opp. to the town, ἡ πόλις καὶ ἡ χώρα Lycurg. 1; τὰ ἐκ τῆς χώρας Th.2.5, X.Mem.3.6.11; ὁ ἐκ τῆς χ. γιγνόμενος σῖτος ib.13; οἱ ἐν τῇ χ. ἐργάται Id.Hier.10.5; ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, opp. ἐν ἄστει, Decr. ap. D.18.37; ἁ κοινὰ χ. (of two cities) IG42(1).77.2 (Epid., ii B. C.): especially of Egypt as opp. Alexandria, OGI56.5 (Canopus, iii B. C.), PHib.1.27.167 (iii B. C.), etc. (but in PTeb.5.98 (ii B. C.) ἐν τῇ Ἀλεξα (νδρέων) χ. means 'in Alexandria'); ἡ ἄνω χώρα καὶ ἡ κάτω, Upper and Lower Egypt, OGI90.46 (Rosetta, ii B. C.), cf. Wilcken Chr.109.9 (iii B. C.).—χῶρος is another form: in signf. 11 χώρα alone is used in Att.; whereas in signf. 1 χῶρος is common, exc. in the special sense of one's proper place or post (χῶρος and χώρα perhaps cogn. with χῆρος, χῆτος).
German (Pape)
[Seite 1387] ἡ, ion. χώρη, 1) der Raum, der Etwas umfaßt, den Etwas einnimmt, Ort, Platz, Stelle; Hom. χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες Il. 16, 68; οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς 23, 522; bes. der angewiesene Platz, oder der Platz, wo sich Einer befindet, ἂψ ἐνὶ χώρῃ ἕζετο, 23, 349 Od. 16, 352; θείη ἄλλῃ ἐνὶ χώρῃ, auf eine andere Stelle setzen, 23, 186; εἰς χώραν τινὸς καθίστασθαι, an Jemandes Stelle treten, Xen. Cyr. 2, 1,23; χώραν παρέχειν, Raum geben, Arist. H. A. 10, 3; ἐν χώρᾳ, κατὰ χώραν, an Ort und Stelle, ruhig auf seinem Platz, Her. u. Folgde; Ἄρης δ' οὐκ ἔνι χώρᾳ Aesch. Ag. 78; κατὰ χώραν ἔχειν, sich an seinem Platze befinden, sich in Ruhe und Ordnung befinden, Ar. Plut. 367 Ran. 792, wie μένειν κατὰ χώραν, Equ. 1351; Her. 4, 135. 201; Thuc. 4, 75 (χώραν λείπειν, seinen Posten verlassen, 2, 87); Plat. Tim. 83 a u. öfter; Isocr. 4, 176 u. sonst; κατὰ χώραν μένειν ἐᾶν τοὺς νόμους Dem. 24, 5; ἐᾶν κατὰ χώραν, an seinem Platze lassen, nicht beunruhigen, Xen. Hell. 6, 5,6; Sp., wie Pol. oft; χώραν λαβεῖν, Platz fassen, in Ruhe und Ordnung kommen, Xen. Cyr. 4, 5,37. – Uebrtr., die Einem im Leben angewiesene Stelle, Rang, Amt, Ehrenstelle, Pol. οἱ τὰς μεγίστας χώρας ἔχοντες, 1, 43, 1, vgl. 35, 4,4; – ἐν χώρᾳ τινὸς εἶναι, an Jemandes Stelle sein, seinen Rang haben, geachtet sein wie Einer, ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι, für einen Knecht gelten, Xen. An. 5, 6,14, wie ἐν μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι, Cyr. 2, 1,18; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 957; ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἶναι, in keinerlei Rang oder Ansehen stehen, für gar Nichts gelten, Xen. An. 5, 7,28; vgl. Theogn. 152 χώρην μηδεμίην τινὸς θεῖναι, u. 820 ὀλίγη χώρη τινὸς τελέθει. – 2)Land, Landstrich, Gebiet, Od. 8, 573 ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων; Tragg., Δαρεῖος ἆρχε χώρας Aesch. Pers. 856, u. sehr oft, wie Soph.; Her. oft, u. Folgde, wie Plat., βασιλεύοντι χώρας Polit. 259 a, sonst oft neben πόλις; ἐπὶ χώρας εἶναι, im Lande, in der Heimath sein, Xen. Cyr. 7, 5,68. – Auch das Land im Ggstz der Stadt, ὁ ἐκ τῆς χώρας σῖτος Xen. Mem. 3, 6,13; χώρας γεωργία Plat. Epin. 975 b; – Landgut, Xen. Cyr. 8, 4,28.
Greek (Liddell-Scott)
χώρα: Ἰωνικ. χώρη, ἡ, = χῶρος, ὁ χῶρος ἢ ὁ τόπος ἐν ᾧ ὑπάρχει τι, Λατ. locus (ἐκτενέστερος τοῦ τόπος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 124· εἰ καὶ πολλάκις συνάπτονται ἀμφότερα, π. χ. Πλάτ. Νόμ. 705, Τίμ. Λοκρ. 94Β· ἀντιστρόφως, χώρας ἐν τόποις Λιβυστικοῖς Αἰσχύλ. Εὐμ. 292), οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγὺς Ἰλ. Ψ. 521· νόμισμα .. χώρας μεγάλης δέοιτ’ ἂν Ξεν. Λακ. 7, 5· χώραν παρέχειν, Λατ. locum dare, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 4· χώραν τινὶ καταλιπεῖν, καταλιπεῖν χῶρον αὐτῷ Πλούτ. 2. 124Α, κλπ. 2) καθόλου, τόπος, μέρος, στρέψεσθ’ ἐκ χώρης ὄθι .. Ἰλ. Ζ. 516, πρβλ. Ὀδ. Π. 352· ὀλίγῃ ἐνὶ χ. Ἰλ. Ρ. 394· χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν, μεταβαίνειν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· ἡ πρώτη χ., τὸ ἔμπροσθεν μέρος (τῆς λάρνακος), Παυσ. 5. 17., 6. 3) ὁ τόπος ἢ ἡ θέσις τινός, ὁ προσήκων τόπος, ἐν χώρῃ ἕζεσθαι Ἰλ. Ψ. 349· ἰδίως ἡ θέσις στρατιώτου χώραν λιπεῖν, προλείπειν Θουκ. 4. 126., 2, 87· περὶ τοῦ ἐν Αἰσχίν. 74. 22, ἴδε ἐν λ. μισθοφορέω Ι. 1, ἴδε κατωτ.· χώραν λαμβάνω, λαμβάνω θέσιν τινά, εὑρίσκω τὴν θέσιν μου, ἕως ἂν χώραν λάβῃ τὰ πράγματα, ἕως οὗ τεθῶσιν εἰς τάξιν, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 37 οὐ διδοὺς ἑτέρῳ τόπον οὐδὲ χώραν διακονίας Πλούτ. 2. 62D· ὥρᾳ καὶ χώρᾳ τινί, κατά τινα χρόνον καὶ τόπον, συχν. παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζογράφοις, Λοβεκ Παραλ. 55. 4) μεταφ., ἡ ὡρισμένη θέσις τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ βίῳ, ἡ θέσις τινός, ἡ κατάστασις, ἐν χώρᾳ τινός εἰμι, εἶμαι εἰς τὸν τόπον ἢ εἰς τὴν θέσιν τινός, θεωροῦμαι ὡς ἐκεῖνος, ὡς τὸ Λατ. locum alicujus tenere, οἷον, ἐν ἀνδραπόδων ἢ μισθοφόρων χώρᾳ εἰμί, εἶμαι ἐν τῇ θέσει ἢ καταστάσει δούλων ἢ μισθοφόρων, ὡς τοιοῦτος θεωροῦμαι, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 13, Κύρου Παιδ. 2. 1, 18· ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἰμί, δὲν ἔχω θέσιν ἢ τόπον, δὲν ἔχω ὑπόληψιν, nullo loco heberi, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 7, 28· οὕτω, οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι (Bgk γ’ ὥρην) Θέογν. 152· ὀλίγη χώρη τινὸς τελέθει ὁ αὐτ. 820, καὶ οὕτως ὁ Ἕρμανν. λαμβάνει τὸ τοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 78· τὰς μεγίστας χώρας ἔχειν Πολύβ. 1. 43, 1· - πρβλ. ἀριθμὸς Ι. 5, σκνίψ. 5) ἐν ταῖς τελευταίαις ταύταις σημασίαις συχν. μετὰ προθέσεως, ἐκ χώρας ὁρμᾶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πορευόμενος μάχεσθαι, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 33· - εἰς τὴν χώραν πάρειμι, εἶμαι ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει, εὑρίσκομαι εἰς τὴν θέσιν μου, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 4, πρβλ. Θεόκρ. 15. 57· εἰς χώραν τινὸς καθίσταμαι καταλαμβάνω τὴν θέσιν τινός, διαδέχομαί τινα, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 23· - ἐν χώρᾳ, «εἰς τὸν τόπον», εἰς τὴν θέσιν τὴν προσήκουσαν, Ἄρης οὐκ ἔνι χώρᾳ, τὸ πολεμικὸν πνεῦμα δὲν εἶναι ἐν τῇ θέσει του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 78· ἐν τῇ χώρᾳ γενέσθαι Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 15· ἐν χώρᾳ πίπτω, ἀποθνήσκω, ἐν τῇ θέσει (μου), καὶ ἔχων τὴν θέσιν (μου), ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 2, 20., 8. 39· - ἐπὶ χώρας ἔσσαι, τοποθετεῖν τι εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν, Πινδ. Π. 4. 486· - κατὰ χώραν (χώρην) εἰμί, ἔχω, εἶμαι ἐν τῷ τόπῳ μου, τηρῶ τι ἐν τῷ οἰκείῳ τόπῳ, Ἡρόδ. 4. 135., 6. 42, Ἀριστοφ. Πλ. 367, Βάτραχ. 793· κατὰ χ. μένειν Ἡρόδ. 7. 95., 8. 108, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1354, Θουκ. 4. 26, κτλ.· προσέτι, μένει τὸ ὅρκιον κατὰ χ., ὡς ἦτο, ἀμετάβλητον, Ἡρόδοτ. 4. 201· κατὰ χ. ἀπιέναι, ἀπιέναι, ἐπέρχεσθαι, ὑποχωρεῖν ἐν τάξει, Ξεν. Ἀν. 6. 4, 11· ἐῶ κατὰ χ., ἀφίνω τι ἐν τῷ τόπῳ του, ἀφίνω τι ὡς ἦτο, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 5, 6, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 17, Δημ. 701. 16. ΙΙ. χώρᾳ, γῇ, δηλ. 1) μέρος γῆς ἐκτεταμένον, χώρα, Λατ. regio, ἅς τινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Ὀδ. Θ. 573· ἡ χ. ἡ Ἀττικὴ Ἡρόδοτ. 9. 13· συχν. παρὰ Τραγικ., Ἑλλάδα χώραν Αἰσχύλ. Πέρσ. 271· Εὐβοῖδα χ. Σοφ. Τραχ. 74, κλπ.· - ἡ χώρα, ἀπολ., ἡ πατρίς, οἷον ἡ Ἀττική, Λυκοῦργ. 147. 42, κλπ. 2) περιουσία ἐκ μέρους γῆς, «ὑποστατικόν», κτῆμα, Λατιν. ager, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28., 6. 4· μεγαλείτερον τοῦ ἀγροῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 4, 7. 3) οἱ ἀγροί, ἡ ἐξοχή, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν πόλιν, Λατιν. rus, τὰ ἐκ τῆς χώρας, ὁ ἐκ τῆς χώρας σῖτος Θουκ. 2. 5, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 11 καὶ 13· οἱ ἐν τῇ χ. ἐργάται ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 10, 5· ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐν ἄστει, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 238. 6· - τὸ Χῶρος εἶναι ἕτερος τύπος· ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ, μόνον ὁ τύπος χώρα εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.· ἐν ᾧ ἐπὶ τῆς σημ. Ι, κοινὸς εἶναι ὁ τύπος χῶρος, ἀλλ’ οὐχὶ ἐπὶ τῆς ἰδιαιτέρας σημασίας τοῦ ἰδιάζοντος ἢ οἰκείου τόπου ἢ θέσεως.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. espace de terre limité, particul. :
1 espace de terre situé entre deux objets, l’intervalle : οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς IL et il n’y a pas grand intervalle au milieu;
2 emplacement, en gén. place : ὀλίγῃ ἐνὶ χώρῃ IL dans un petit espace;
3 place occupée par une personne ou par une chose ; ἐν χώρᾳ εἶναι PLUT être à une place ; κατὰ χώραν ἔχειν, se tenir à sa place, demeurer en repos, ou laisser qch en place ; κατὰ χώραν μένειν HDT rester à sa place;
4 place marquée, rang, poste ; particul. place assignée à un soldat, poste : χώραν ἔχειν XÉN occuper son poste ; ἐν χώρᾳ πίπτειν XÉN tomber à son poste ; ἐν χώρᾳ θανεῖν XÉN mourir à son poste ; χώραν λείπειν THC ou προλείπειν THC abandonner son poste;
5 fig. place ou position qu’on occupe dans la vie : χώραν ἔντιμον ἔχειν XÉN avoir une situation honorable ; ἐν μισθοφόρου χώρᾳ εἶναι XÉN être au rang d'un mercenaire ; ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι XÉN être réduit au rang des esclaves ; ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἶναι XÉN n’avoir aucun rang, être considéré comme rien;
II. espace de pays, d'où
1 pays, contrée : ἡ χώρη ἡ Ἀττική HDT le territoire de l’Attique, l’Attique ; οἱ κατὰ χώραν ATT les habitants du pays ; particul. patrie;
2 sol, terre;
3 campagne ; bien de campagne.
Étymologie: cf. χῶρος.
English (Slater)
χώρα (-ας, -αν.)
1 land country καὶ ῥά μιν χώρας ἀκλάρωτον λίπον, ἁγνὸν θεόν (O. 7.59) τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν (Aigina) (O. 8.25) ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν (Aitna) (P. 1.40) χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (Aigina) (N. 3.13) “δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν” (Olympia) (O. 6.63)
c place ἀλλ' ἐπὶ χώρας αὖτις ἕσσαι δυσπαλὲς δὴ γίνεται (sc. πόλιν) (P. 4.273)
English (Strong)
feminine of a derivative of the base of χάσμα through the idea of empty expanse; room, i.e. a space of territory (more or less extensive; often including its inhabitants): coast, county, fields, ground, land, region. Compare τόπος.
English (Thayer)
χώρας, ἡ (ΧΑΩ (cf. Curtius, § 179), to lie open, be ready to receive), from Homer down, the Sept. for אֶרֶץ, מְדִינָה 'a province';
1. properly, the space lying between two places or limits.
2. a region or country; i. e. a tract of land: ἡ χώρα ἐγγύς τῆς ἐρήμου, ἡ ἀστραπή (ἡ) ἀστράπτουσα ἐκ τῆς ὑπό τόν οὐρανόν εἰς τήν ὑπ' οὐρανόν λάμπει, A. V. part ... part, Winer's Grammar, § 64,5); on the ellipsis of χώρα in other phrases (ἐξ ἀναντιας, ἐν δεξιά, etc.), see Winer's Grammar, the passage cited; Buttmann, 82 (72)); land as opposed to the sea, land as inhabited, a province or country, L marginal reading T Tr WH); Τραχωνίτιδος, τῆς Ἰουδαίας, Γαλατικη, τῶν Ἰουδαίων, τῆς Ἰουδαίας καί Σαμαρείας (A. V. regions), ἐν χώρα καί σκιά θανάτου, in a region of densest darkness (see σκιά, a), τίνος, the country of one, χώρα for its inhabitants, the (rural) region environing a city or village, the country, Γεργεσηνῶν, Γερασηνῶν, Γαδαρηνῶν, land which is plowed or cultivated, ground: R. V. country); A. V. fields); A. V. fields). (Synonym: see τόπος, at the end.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. χώρη και θεσσαλ. τ. χούρα, ἁ, Α
1. τμήμα γης με καθορισμένη έκταση
2. εδαφική έκταση με πολιτειακή και πολιτική ενότητα, πολιτεία, κράτος
νεοελλ.
1. ανατ. μέρος του ανθρώπινου σώματος το οποίο αντιστοιχεί σε συγκεκριμένα όργανα («εγκεφαλική χώρα»)
2. παροιμ. «κάλλιο κακιά χώρα παρά κακό χωριό» — δηλώνει ότι είναι ευκολότερο να επανορθώσει κανείς τις ζημιές που έχει υποστεί όταν ζει σε μια πόλη παρά όταν ζει σε ένα χωριό
νεοελλ.-μσν.
(ιδίως σε αγροτική περιοχή ή σε νησί) κέντρο, πρωτεύουσα, σε αντιδιαστολή προς το χωριό (α. «θα πάω στη χώρα για δουλειές» β. «στην Λάτσαν τὸν ηὑρήκασιν, χώρα μεγάλη ἔνι», Χρον. Μορ.)
νεοελλ.-αρχ.
πατρίδα (α. «έχουμε μία από τις ωραιότερες χώρες του κόσμου» β. «θυσιάστηκαν για τη χώρα τους» γ. «δεῖν ἄρρενας εἶναι τοὺς μαχουμένους ὑπὲρ τῆς χώρας», Αιλ.).
μσν.
1. περιοχή κράτους, επαρχία
2. συνεκδ. οι κάτοικοι μιας περιοχής
αρχ.
1. χώρος
2. τόπος, τοποθεσία («ὅταν τι χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλῃ ἢ καὶ ἐν τῷ αὐτῷ στρέφηται;», Πλάτ.)
3. η θέση που αρμόζει σε κάποιον ή σε κάτι (α. «κατὰ χώρην ἤλπιζον τοὺς Πέρσας εἶναι», Ηρόδ.
β. «ἕως ἂν χώραν λάβῃ τὰ πράγματα» — ώσπου να μπουν σε τάξη τα πράγματα, Ξεν.)
4. εδάφιο βιβλίου
5. κοιλότητα άρθρωσης
6. η κόγχη του ματιού
7. (μετρ.) η θέση πόδα σε έναν στίχο
8. η ύπαιθρος, σε αντιδιαστολή προς την πόλη («τὰ ἐκ τῆς χώρας... ἐσεκομίσαντο», Θουκ.)
9. περιοχή δικαιοδοσίας («χώραν τε καὶ οἴκους ἔδωκε», Ξεν.)
10. δικαιοδοσία («μείζω χώραν παρέχοντος τῷ νόμῳ», Λιβάν.)
11. ευκαιρία, κατάλληλη περίσταση
12. μτφ. α) η θέση που έχει κάποιος στη ζωή, η κατάστασή του («ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ ἐσόμεθα» — θα θεωρηθούμε ως ανδράποδα, Ξεν.)
β) υπόληψη
γ) βαθμός, αξίωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, τόσο η λ. χώ-ρα όσο και η λ. χῶ-ρος ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ghē- «είμαι άδειος, λείπω» (πρβλ. χήρα, χῆρος) και έχουν σχηματιστεί με επίθημα -ρα, -ρος αντίστοιχα (πρβλ. ἀγρός, ἕδρα). Κατ' άλλη, ωστόσο, άποψη, το υγρό σύμφωνο -ρ- ανήκει στο θ. τών λέξεων, οπότε οι τ. χώρ-α και χῶρ-ος θα μπορούσαν να αναχθούν στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας ĝher- «περιέχω, περιβάλλω» (πρβλ. χορός).
ΠΑΡ. (τών χώρα / χώρος) χωράφι(ον), χωρίζω, χωρικός, χωρίο(ν), χωρώ
αρχ.
χωράζω, χωρίδιον αρχ.-μσν. χωρίτης
μσν.
χωρύδριον
νεοελλ.
χωραΐτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χωρ(ο)επίσκοπος, χωροβάτης, χωρογράφος, χωρομέτρης, χωροφύλακας
αρχ.
χώραυλος, χωροφιλῶ
αρχ.-μσν.
χωράρχης
μσν.
χωροθεσία
νεοελλ.
χωροδεσπότης, χωρολογία, χωρονομία, χωροστάθμη, χωροτάκτης, χωροφυλακή, χωρόχρονος. (Β' συνθετικό) άχωρος, ευρύχωρος, μονόχωρος, πλατύχωρος, πολύχωρος, στενόχωρος
αρχ.
αδρόχωρος, έγχωρος, μεσόχωρος, μικρόχωρος, ομοιόχωρος, περίχωρος, πληθόχωρος, πλησιόχωρος, πρόσχωρος, σύγχωρος, φιλόχωρος
νεοελλ.
απλόχωρος, ισόχωρος, ξέχωρος, πλησιόχωρος.
Greek Monotonic
χώρα: Ιων. χώρη, ἡ,
I. 1. = χῶρος, μέρος, χώρος, τόπος όπου υπάρχει κάτι, Λατ. locus, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀλίγῃ ἐνὶ χώρῃ, στο ίδ.
2. γενικά, τόπος, σε Όμηρ.
3. τόπος κάποιου, θέση, τοποθεσία, ἐν χώρῃ ἕζεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως, στρατιωτική θέση, χώραν λείπειν, σε Θουκ.· χώραν λαβεῖν, βρίσκω τη θέση μου, ἕως ἂν χώραν λάβῃ τὰ πράγματα, μέχρι να μπουν στη θέση, στη σειρά, σε Ξεν.
4. μεταφ., η θέση κάποιου στη ζωή, κατάσταση, Ἄρης δ' οὐκ ἐνὶ χώρᾳ, το πνεύμα του πολέμου δεν υπάρχει εκεί, σε Αισχύλ.· ἐν ἀνδραπόδων ή μισθοφόρων χῶρᾳ εἶναι, είμαι στη θέση του δούλου ή του μισθοφόρου, σε Ξεν.· ἐν οὐδεμίᾳ χώρᾳ εἶναι, δεν υπάρχει καθόλου σεβασμός, Λατ. nullo loco haberi, στον ίδ.· επίσης, κατὰ χώραν (χώρην) εἶναι, ἔχειν, βρίσκομαι στο μέρος μου, διατηρώ ένα πράγμα στη θέση του, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· κατὰ χώρα μένειν, αφήνω κάτι στο μέρος του, σε Ηρόδ., Αττ.
II. χώρα, δηλ.:
1. χώρα, γη, Λατ. regio, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Τραγ.
2. κομμάτι γης, κτήμα, αγρόκτημα, Λατ. ager, σε Ξεν.
3. χώρα, αντίθ. προς την πόλη, Λατ. rus, τὰ ἐκ τῆς χώρας, ὁ ἐκ τῆς χώρας σῖτος, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χώρα: ион. χώρη ἡ
1) пространство: ἐν χώρᾳ κινεῖσθαι Plat. двигаться в пространстве; ἐν μεγέθει τὴν διαφορὰν εἶναι τοῦ τε τόπου καὶ τῆς χώρας Sext. (некоторые утверждают), что разница между местом и пространством - в размерах;
2) промежуток, расстояние: χ. μεσσεγύς Hom. средний промежуток, интервал;
3) место, местоположение: ἂψ ἐνὶ χώρῃ ἕζετο Hom. он снова сел на (свое) место; οὐ μιᾷ χώρᾳ χρῆσθαι Xen. не оставаться на одном месте; χώραν ἐκ χώρας μεταβάλλειν Plat. перемещаться;
4) воен. позиция: ἐκ τῆς χώρας ὠθεῖσθαι Xen. быть вытесненным со своей позиции;
5) воен. назначенное место, пост (ἐν χώρᾳ αὐτοῦ μαχόμενος ἀποθνήσκει Xen.): ἐπεὶ ἐν ταῖς χώραις ἕκαστοι ἐγένοντο Xen. когда все заняли свои места;
6) общественное положение, должность, пост: χώραν ἔντιμον ἔχειν Xen. занимать почетное положение; ἐν ἀνδραπόδων χώρᾳ εἶναι Xen. находиться на положении рабов; ἐν οὐδεμίᾳ χώρᾳ εἶναι Xen. не иметь никакой власти, не играть никакой роли; οἱ τὰς μεγίστας χώρας ἔχοντες ἐν τοῖς μισθοφόροις Polyb. главные начальники наемных войск;
7) область, край, страна (κατάλεξον, ἅστινας ἵκεο χώρας ἀνθρώπων Hom.): ἐπὶ χώρας εἶναι Xen. быть в (своей) стране; ὁ σατραπεύων τῆς χώρας Xen. сатрап (данной) области; ἡ χ. ἡ Ἀττική Her. Аттика; Ἑλλὰς χ. Aesch. Эллада;
8) земельная собственность, земля, поместье (χώραν καὶ οἴκους δοῦναί τινι Xen.): ἡ χώρας γεωργία Plat. землеобработка;
9) деревня (в собир. знач.): τὰ ἐκ τῆς χώρας ἐσκομίζεσθαι Thuc. свозить (в город) сельскохозяйственные продукты; ὁ ἐκ τῆς χώρας γιγνόμενος σῖτος Xen. получаемый из деревни хлеб.
Middle Liddell
χώρα, ιονιξ χώρη, ἡ, = χῶρος
I. the space in which a thing is, Lat. locus, οὐδέ τι πολλὴ χώρη μεσσηγύς Il.; ὀλίγῃ ἐνὶ χώρῃ Il.
2. generally, a place, Hom.
3. one's place, position, ἐν χώρῃ ἕζεσθαι Il.; esp. a soldier's post, χώραν λείπειν Thuc.; χώραν λαβεῖν to find one's place, ἕως ἂν χώραν λάβῃ τὰ πράγματα till they are brought into position, into order, Xen.
4. metaph. one's place in life, station, place, position, Ἄρης δ' οὐκ ἐνὶ χώρᾳ the spirit of war is not there, Aesch.; ἐν ἀνδραπόδων or μισθοφόρων χώρᾳ εἶναι to be in the position of slaves or mercenaries, Xen.; ἐν οὐδεμιᾷ χώρᾳ εἶναι to be in no esteem, nullo loco haberi, Xen.:—also, κατὰ χώραν (χώρην) εἶναι, ἔχειν to be in one's place, to keep a thing in its place, Hdt., Ar.; κατὰ χ. μένειν to stand one's ground, Hdt., attic
II. land, viz.,
1. a land, country, Lat. regio, Od., Hdt., Trag.
2. a piece of land, an estate, farm, Lat. ager, Xen.
3. the country, opp. to the town, Lat. rus, τὰ ἐκ τῆς χώρας, ὁ ἐκ τῆς χώρας σῖτος Thuc., Xen.
Frisk Etymology German
χώρα: {khṓra}
Forms: χῶρος m. (freier, leerer) Raum, Gegend, Land' (seit Il.; in der att. Prosa, mit Ausnahme von X., selten).
Grammar: f.
Meaning: ‘(freier, leerer) Raum, Zwischenraum, Platz, Stellung, Rang, Ort, Gegend, Landgut, Land' (seit Il.), auch Augenhöhle (epid.);
Composita: Als Vorderglied z.B. χωρογράφος m. Landbeschreiber, Chorograph mit -έω, -ία (Plb., Str. usw.). Als Hinterglied unbeschränkt produktiv, z.B. πλησιόχωρος ein nahes Land bewohnend, benachbart, Nachbar (ion. att.), auch mit ιο-Erweiterung in Hypostasen, z.B. ἐγχώριος im Lande befindlich, inländisch, einheimisch (Pi., ion. att.).
Derivative: Ableitungen: 1. χωρίον n. Raum, Platz, Ort, Landgut (Prosa seit Hdt.). 2. Demin. -ίδιον n. (Lys., Plu. u.a.), -άφιον n. (Thphr.) kleines Landgut mit -αφιαῖος (Hdn.). 3. -ιαμός· κίστη H. (Umbildung von φωρ- nach χωρέω). 4. -ίτης m. ‘Landmann, Bauer, (einheimischer) Bewohner’ (A., S., X. usw.), -ῖτις f. Frau vom Lande (Luk.; Redard 22), mit -ιτικός (X., Plu. u.a.). 5. Adj. -ικός ländlich, bäuerlich (sp.); ngr. Dial. χουῤκός ‘(unerfahren), neugeboren’ (Andriotis Glotta 25, 17); -άσμιαι Beiw. von ἐλαῖαι (Pamphyl. IIp; nach ἀποδάσμιος?). 6. Verba. a) χωρέω, -ῆσαι, -ήσω (seit Il.; att. nur m. Präfix, sonst -ήσομαι), κεχώρηκα (ion. att.), -ηθῆναι, -ηθήσομαι, κεχώρηται (att. usw.), sehr oft m. Präfix in verschiedenen Bedd., z.B. ἀνα-, ἀπο-, ἐν-, προ-, προσ-, συν-, ὑπο-, Raum geben, Platz machen, zurückweichen (Il., Trag.), ‘(vor)-schreiten, vor sich gehen, Fortgang haben’, trans. ‘(um)fassen, enthalten’ (ion. att.), auch fassen = begreifen (sp.), intr. Platz finden (Ev. Jo. 8, 37, s. Tabachovitz Eranos 31, 71 f.) mit -ημα, -ημάτιον, -ησις, -ητικός. b) -άζω, dor. Aor. -άξαι einer Sache Platz geben, aufstellen, aufrichten (hell. Inschr.). — Für sich steht χωρίς Adv. u. Präp., ‘(ab)gesondert, ge- trennt, fern von, außer’ (seit H 470), χῶρι (Akz. nach Hdn.. Choerob.) ib. (Thera, Kos, Kreta, Kall., Test. Epikt., Pap. IIp). Bildung wie ἅλις, μόγις u.a.; Akz. nach ἀμφίς (Solmsen Wortforsch. 174ff.)? Davon χωρίζω, auch m. ἀνα-, ἀπο-, ἐκ- u.a., ‘(ab)sondern, trennen’ (ion. att.), Med. abreisen (Plb., D. S. u.a.); auch in Hypostasen wie καταχωρίζω ‘an seinen Ort (κατὰ χώραν) bringen, verlegen, eintragen’ (X., hell. u.sp.); davon -ισις, -ισμός, -ισμα, -ιστής, -ιστικός, -ιστός.
Etymology: Bildung wie ἀγρός, τάφρος, ἕδρα und andere Ortsbezeichnungen; ohne außergriech. Entsprechung. Als leerer, freier Raum reihen sich χώρα, χῶρος an χήρα Witwe mit wahrscheinlichen Verwandten in χήτεϊ (χῆτος), χατέω, s. dd. m. Weiterem.
Page 2,1125-1126
Chinese
原文音譯:cèra 何拉
詞類次數:名詞(27)
原文字根:地方 相當於: (אֶרֶץ)
字義溯源:地方,地區,空間,各處,鄉間,鄉下,旱地,田,田間,田產,田地,旱地,地,方,野地;源自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)出自(χάσμα)X*=裂開,張開)。參讀 (ἀγρός)同義字比較: (κλίμα)=斜坡
出現次數:總共(28);太(3);可(4);路(9);約(3);徒(8);雅(1)
譯字彙編:
1) 地方(11) 太8:28; 可5:1; 可5:10; 可6:55; 路3:1; 路8:26; 路15:14; 路15:15; 約11:54; 徒13:49; 徒18:23;
2) 地(4) 太2:12; 可1:5; 徒10:39; 徒26:20;
3) 鄉下(2) 路21:21; 約11:55;
4) 地區(2) 徒12:20; 徒16:6;
5) 方(2) 路15:13; 路19:12;
6) 田產(2) 路12:16; 雅5:4;
7) 旱地(1) 徒27:27;
8) 鄉間(1) 太4:16;
9) 田間(1) 約4:35;
10) 野地(1) 路2:8;
11) 各處(1) 徒8:1
English (Woodhouse)
country, land, place, post, region, room, space, territory, position assigned one, provinces, vacant space